επταμόριος
Greek Monolingual
ἑπταμόριος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από επτά μόρια, μέρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑπταμόριον
επτάλοφος («χώραν..., ἣν Σεπτεμπάγιον καλοῦσιν, ὅπερ ἐστὶν ἑπταμόριον», Πλούτ.).
ἑπταμόριος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από επτά μόρια, μέρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑπταμόριον
επτάλοφος («χώραν..., ἣν Σεπτεμπάγιον καλοῦσιν, ὅπερ ἐστὶν ἑπταμόριον», Πλούτ.).