γρομφάζω
English (LSJ)
A grunt, Gloss.:—from γρόμφαινα, ἡ, old sow, Id.:— also γρομφάς, άδος, ἡ, Hsch., and γρόμφις, ιος, ἡ, acc. γρόμφιν, Hippon.69.
A grunt, Gloss.:—from γρόμφαινα, ἡ, old sow, Id.:— also γρομφάς, άδος, ἡ, Hsch., and γρόμφις, ιος, ἡ, acc. γρόμφιν, Hippon.69.