ριγεσίβιος

Revision as of 18:57, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")

Greek Monolingual

ον, Α
ευαίσθητος («τοὺς ἀεὶ ῥιγῶντας οἱ παλαιοὶ ῥιγεσιβίους ἔλεγον οὓς οἱ νῦν δυσρίγους», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ῥίγεσι του ῥῖγος + βίος (πρβλ. ὀρεσί-βιος)].