ὀψωνητικός

Revision as of 14:49, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")

English (LSJ)

ή, όν, A of or for purveying, τέχνη Ath. 6.228c, 7.313f.

German (Pape)

[Seite 434] ή, όν, zum Einkaufen der Speisen, bes. Fische gehörig; ἡ ὀψωνητική, sc. τέχνη, die Kunst, Fische gut einzukaufen. Ein Buch darüber vom Samier Lynkeus citirt Ath. VII, 313 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀψωνεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν τροφῶν, τέχνη Ἀθήν. 228C, 313F.

Greek Monolingual

ὀψωνητικός, -ή, -όν (Α) οψωνητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά όψων, ιδίως ψαριών.