ἰσχομένως

Revision as of 13:08, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

Adv., (ῐσχω) A with checks or hindrances, Pl.Cra.415c.

German (Pape)

[Seite 1273] adv. zum part. praes. von ἴσχω, zurückgehalten, aufgehalten, καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχομένως: Ἐπίρρ.· (ἴσχω) μετὰ κωλυμάτων, ἐμποδίων, Πλάτ. Κρατ. 415C.

Greek Monolingual

ἰσχομένως (Α) επίρρ. με εμπόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχόμενος, μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. ἴσχω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχομένως: adv. будучи задерживаемым, встречая препятствия: τὸ ἰ. πορεύεσθαι Plat. помеха движению.