οὐρανοφόρος

Revision as of 17:12, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "κλῑμαξ" to "κλῖμαξ")

English (LSJ)

ον, = A caelifer, Gloss.; v. οὐρανόροφος.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοφόρος: -ον, ὁ ἔχων ἄνωθεν οὐρανόν, δηλ. παραπέτασμα, ἴδε ἐν λ. οὐρανοφόρος 2) ὁ φέρων εἰς τὸν οὐρανὸν, οὐρανοφόρος κλῖμαξ Βασίλ. IV, 357Β.

Greek Monolingual

οὐρανοφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που βαστάζει τον ουρανό
2. αυτός που οδηγεί στον ουρανό («οὐρανοφόρος κλῖμαξ», Μ. Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -φόρος].