στεμματόω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 934] mit einem Kranze, στέμμα, versehen, Eur. Heracl. 530.
Greek (Liddell-Scott)
στεμμᾰτόω: ἐφοδιάζω ἢ κοσμῶ διὰ στέμματος, στεφανώνω, Εὐρ. Ἡρακλ. 529.
Russian (Dvoretsky)
στεμμᾰτόω: украшать венком Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεμματόω [στέμμα] van een στέμμα voorzien: omkransen, versieren met linten.