ἀποκρημνίζω

Revision as of 15:51, 15 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

throw from a cliff's edge, Hld.2.8.

German (Pape)

[Seite 308] von einem Abhang herunterstürzen, Heliod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρημνίζω: καταρρίπτω ἀπὸ τῆς ἄκρας κρημνοῦ, κατακρημνίζω, Ἡλιόδ. 8. 8.

Spanish (DGE)

precipitar εἰς τὸν βόθρον ἑαυτὴν ἀπεκρήμνισεν Hld.2.8.4
fig. en v. pas. (σφυγμός) ἀποκρημνισμένος pulso precipitado Archig. en Gal.8.662, Gal.8.942.

Greek Monolingual

ἀποκρημνίζω (Α)
ρίχνω προς τα κάτω από την κορυφή βράχου.