ἀγχίπορος

Revision as of 10:10, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ον, A passing near, always near, κόλακες AP10.64 (Agath.); simply, neighbouring, Nonn.D.5.38,al.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient auprès, qui accompagne.
Étymologie: ἄγχι, πόρος.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que acompaña a todas partes κόλακες AP 10.64 (Agath.).
2 cercano, próximo ἀγχιπόροις δὲ ἔχραε Τεμμίκεσσι Nonn.D.5.38.

Greek Monotonic

ἀγχίπορος: -ον, αυτός που έρχεται κοντά σε..., αυτός που βρίσκεται πάντοτε κοντά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίπορος: следующий по пятам, неотступный (κόλακες Anth.).

Middle Liddell

passing near, always near, Anth.