ἀνάρρηγμα: τό, = τὸ ἀνερρωγός, πλήσει δ’ ἀναρήγματα δήμων (μεθ’ ἑνὸς ρ) Ἀπολλινάρ. Ψαλμ. 109. 12.
-ματος, τό• Alolema(s): ἀνάρηγμα Apoll.Met.Ps.109.61 arranque, salto ὠκυάλοις ποδῶν ἀναρρήγμασιν Trag.Adesp.450a.2 ruina δήμων Apoll.l.c.