ἀντευεργέτημα

Revision as of 10:27, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ατος, τό, A kindness returned, Hsch. s.v. ἀνθυπούργησον.

German (Pape)

[Seite 247] τό. erwiderte Wohlthat, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντευεργέτημα: τό, ἀνταπόδοσις εὐεργεσίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀνθυπούργησις.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Grafía: graf. -γεμητα PLit.Lond.138.8.40 (I d.C.)
favor devuelto τοσοῦτον ἀπέσχηκας τοῦ πρότερον ὑποθεῖναι τὸ ἀντευεργέτημα PLit.Lond.l.c., Hsch.s.u. ἀνθυπούργησιν.