δερματόπτερος

Revision as of 11:00, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]del " to "]] del ")

English (LSJ)

ον, A with wings of skin, of the bat, Ar.Byz.Epit.120.7.

Spanish (DGE)

-ον
de alas de piel, membranosas del murciélago, Ar.Byz.Epit.120.7, Elias in Cat.211.3.

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από δέρμα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Δερματόπτερα
Θηλαστικά νυκτόβια του γένους τών Γαλεοπιθήκων.