ἀμμότροφος

Revision as of 16:15, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

English (LSJ)

ον, A growing in sand, AP4.1.20 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμότροφος: -ον, ὁ φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ἐν τῇ ἄμμῳ, Ἀνθολ. Π. 4. 1, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit ou croît dans le sable.
Étymologie: ἄμμος, τρέφω.

Spanish (DGE)

-ον
que se cría en la arena de una planta AP 4.1.20 (Mel.).

Greek Monotonic

ἀμμότροφος: -ον (τρέφω), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἄμμος, τρέφω
growing in sand, Anth.