ἀντιπαράθετος
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαράθετος: -ον, ὃν ἀντιπαρέβαλέ τις ἢ δύναται νὰ ἀντιπαραβάλῃ πρός τι, Ἐπιφάν.
Spanish (DGE)
-ον
1 contiguo de las páginas de un códice, Epiph.Const.Mens.M.43.248A
•correspondiente, comparable ὁ πατὴρ πατὴρ καὶ οὐκ ἔχει ἀντιπαράθετον Epiph.Const.Anc.8, 49.
2 opuesto βεβιασμένος δὲ ὁρῶ ἀντιπαράθετα τὰ λεγόμενα Epiph.Const.Anc.43.