δαιμονιόπληκτος
English (LSJ)
ον,
A = δαιμονιόληπτος, PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. δαιμονιο-πληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.
ον,
A = δαιμονιόληπτος, PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. δαιμονιο-πληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.