παρακοιμιστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who puts to lie beside, procurer, in pl., π. τῶν ἰδίων γυναικῶν panders to their own wives, Paul.Al. O. 2.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ παρακοιμίζω
μσν.
μαστροπός
αρχ.
αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί μαζί με άλλον.