κώκυμα
English (LSJ)
ατος, τό, A shriek, wail, in plural, λιγέα κ. A.Pers.332; ὀξέα S. Aj.321; ὔρθια Id.Ant.1206.
German (Pape)
[Seite 1541] τό, das Geheulte, das Heulen Klagen; λιγέα κωκύματα Aesch. Pers. 324, vgl. 419; φωνῆς ὀρθίων κωκυμάτων κλύει τις Soph. Ant. 1191; Ai. 314; Eur. Or. 1298.
Greek (Liddell-Scott)
κώκῡμα: τό, κραυγή, θρῆνος, ἐν τῷ πληθ., λιγέα κωκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 332· ὀξέα Σοφ. Αἴ. 321· ὄρθια ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1206.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lamentation.
Étymologie: κωκύω.
Greek Monolingual
κώκυμα, -ύματος, τὸ (Α) κωκύω
συν. στον πληθ. τὰ κωκύματα
θρήνος, σπαραχτική κραυγή («αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
κώκῡμα: ατος τό (только pl.) вопль, плач, жалобы Trag.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κώκυμα -ατος, τό [κωκύω] meestal plur., gehuil.