πλαγυφύλαξ

Revision as of 13:15, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

[φῠ], ᾰκος, ὁ, in plural, written either for πλαγιοφύλακες (q.v.), or for πλακοφύλακες (A guardians of temple-inscriptions), UPZ 89.6 (ii B. C.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
στον πληθ. οἱ πλαγυφύλακες
οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή πρόκειται για διάφορη γρφ. της λ. πλαγιοφύλαξ.