σκορόδιον

Revision as of 13:20, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

τό, Dim. of σκόροδον, in plural, Ar. Pl.818, Antiph.62.

German (Pape)

[Seite 904] τό, dim. von σκόροδον, bei Ar. im plur. Knoblauchsblätter od. -stengel, Plut. 818.

Greek (Liddell-Scott)

σκορόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκόροδον, ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Πλ. 818, Ἀντιφ. ἐν «Βομβυλίῳ» 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gousse d’ail.
Étymologie: σκόροδον.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκόροδον
υποκορ. σκορδάκι.

Greek Monotonic

σκορόδιον: τό, υποκορ. του σκόροδον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκορόδιον: τό лист или долька чеснока Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκορόδιον -ου, τό [σκόροδον] knoflook(bol).

Middle Liddell

σκορόδιον, ου, τό, [Dim. of σκόροδον, Ar.]