στέναγμα

Revision as of 13:25, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ατος, τό, A sigh, groan, moan, S.OT5, E.Or.1326, Heracl. 478, Ar.Ec.367 (all in plural), etc.

German (Pape)

[Seite 935] τό, das Geseufze; Soph. O. R. 5; ἄξια στεναγμάτων, Eur. Or. 1326; Heracl. 479.

Greek (Liddell-Scott)

στέναγμα: τό, στεναγμός, γογγυσμός, Σοφ. Ο. Τ. 5, Εὐρ. Ὀρ. 1326, Ἡρακλ. 478, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 367, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gémissement.
Étymologie: στενάζω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ στενάζω
στεναγμός.

Greek Monotonic

στέναγμα: -ατος, τό, αναστεναγμός, βαριαναστεναγμός, βογκητό, γογγυσμός, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στέναγμα: ατος τό стон Soph., Eur., Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέναγμα -ατος, τό [στενάζω] zucht, weeklacht.

Middle Liddell

στέναγμα, ατος, τό,
a sigh, groan, moan, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

lamentation