ἄλκασμα
English (LSJ)
τό, in plural, deeds of prowess, S. Ichn. 247.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
hazaña τοῖσδε θηρῶν ἐκπύ[θοιο πλέον ἂν ἢ] ἀλκασμάτ[ω] ν S.Fr.314.253.
τό, in plural, deeds of prowess, S. Ichn. 247.
-ματος, τό
hazaña τοῖσδε θηρῶν ἐκπύ[θοιο πλέον ἂν ἢ] ἀλκασμάτ[ω] ν S.Fr.314.253.