χωριαμός

Revision as of 14:00, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κίστη Hsch. (perhaps for φωριαμός).

German (Pape)

[Seite 1388] ὁ, = φωριαμός, Hesych., zw.

Greek (Liddell-Scott)

χωριαμός: ὁ, ἀμφίβ. ἀντὶ φωριαμός, παρ’ Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παθ. 155.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κίστη, κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. του φωριαμός «κιβώτιο, σεντούκι»].