ἀνιερωστί

Revision as of 07:06, 23 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

impiously, Adv. of ἀνίερος, Heraclit.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιερωστί: Ἐπίρρ. = ἀνιέρως Ἡράκλειτ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 67Α, Κλήμ. Ἀλ. 19.

Spanish (DGE)

adv. impía, sacrílegamente τὰ γὰρ νομιζόμενα κατ' ἀνθρώπους μυστήρια ἀ. μυεῦνται Heraclit.B 14.

Greek Monolingual

ἀνιερωστί επίρρ. (Α)
ανίερα, κατά τρόπο ανίερο.