διασπαστικός
Spanish (DGE)
-ή, -όν
discordante glos. a διχόφρων Sch.A.Th.899e.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ' αυτήν.
-ή, -όν
discordante glos. a διχόφρων Sch.A.Th.899e.
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ' αυτήν.