ψυχάριον

Revision as of 13:44, 31 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of ψυχή, little soul Pl.R.519a, Tht.195a, M.Ant.9.34, al., Jul.Or.7.206d, Herm. in Phdr.p.192A.; ψ. εἶ βαστάζον νεκρόν Epictet. ap. M.Ant.4.41.

German (Pape)

[Seite 1403] τό, dim. von ψυχή, Plat. Theaet. 195 a Rep. VII, 519 a.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχάριον: [ᾰ], τό, ὑποκοριστ. τοῦ ψυχή, Πλάτ. Πολ. 519Α, Θεαίτ. 195Α, συχν. παρὰ Μάρκ. Ἀντων. σ. 27, 24., 36, 51, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζ., ἀνδράποδον, δοῦλος, ἄψυχον κτῆμα, περὶ φυγῶν ψυχαρίων καὶ ἀπολωλότων κτηνῶν Κ. Πορφ. Νεαρ. 5, τὰ μετὰ Θεοφάν. σ. 18C, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. ψυχάρι.

Greek Monotonic

ψῡχάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ψυχή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχάριον: (ᾰ) τό душонка Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχάριον -ου, τό [ψυχή] zieltje.

Middle Liddell

ψῡχᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of ψυχή, Plat.]