μικρόφθαλμος

Revision as of 10:05, 7 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

or σμικρόφθαλμος, ον, small-eyed, Hp.Epid.6.7.1, Procl. Par.Ptol.203, BGU364.6 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 185] kleinäugig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόφθαλμος: ἢ σμικρ-, ον, ὁ ἔχων μικροὺς ὀφθαλμούς, Ἱππ. 1194Α.

Greek Monolingual

και σμικρόφθαλμος -η, -ο (Α μικρόφθαλμος και σμικρόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει μικρά μάτια, μικρομάτης
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από μικροφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + ὀφθαλμός.