όν, contr. ὑπουργός (q.v.), A.R.1.226, Cleanth.1.9.
[Seite 1217] = ὑπουργός; Ep. ad. 195 (IX, 676); Coluth. 83; Ap. Rh. 1, 226.
ὑποεργός: -όν, συνῃρ. ὑπουργός, ὃ ἴδε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 226.
-όν, Α(ποιητ. τ.) βλ. υπουργός.