δορυσσόητος

Revision as of 16:52, 14 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")

English (LSJ)

ον, = δορυσσόος (brandishing the lance, charging with the lance, brandishing the spear), μόχθων δορυσσοήτων of the toils of battle, S. Aj. 1188.

Greek (Liddell-Scott)

δορυσσόητος: -ον, = δορυσσόος, μόχθων δορυσσοήτων, ἐπὶ τῶν ἀγώνων καὶ μόχθων τῆς μάχης, Σοφ. Αἴ. 1188 (οὕτω τὸ Λαυρεντ. χφον, καὶ οὕτω τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ, ἀντὶ δορυσσόντων), πρβλ. δορυσσόος, ἀσπιστής· καὶ ὁ Bergk προτείνει διόρθωσιν δορυσσόητα (ἀντὶ -οντα) ἐν Εὐρ. Ἡρακλ. 774.

Spanish (DGE)

-ον agitado por la lanza μόχθοι S.Ai.1187.

Greek Monolingual

δορυσσόητος, -ον (Α)
ο δορυσσόος.

Greek Monotonic

δορυσσόητος: -ον, = δορυσσόος, μόχθων δορυσσοήτων, λέγεται για τους αγώνες και τους μόχθους της μάχης, σε Σοφ.