v. ἐπιβαίνω.
ἐπιβάω: καταπατῶ παρανόμως μέρος μὴ ἀνῆκον εἰς ἐμέ, ἰδίως ἱερὰν γῆν, Πίνακ. Ἡρακλ. Ι128.