πεττεία

Revision as of 06:58, 16 March 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

πεττευτής, πεττεύω, πεττός, Att. for πεσσεία, etc.

German (Pape)

[Seite 606] ἡ, πέττευμα, τό, πεττευτής, ὁ, πεττεύω, att. statt πεσσεία u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

πεττεία: -ευμα, -ευτής, εύω, πεττός, Ἀττ. ἀντὶ πεσσεία, κτλ.

French (Bailly abrégé)

att. c. πεσσεία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. πεσσεία.

Greek Monotonic

πεττεία: -ευμα, -εύω, πεττός, Αττ. αντί πεσσεία κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεττεία -ας, ἡ, Ion. πεσσεία [πεττεύω] pettos-spel (strategisch bordspel, een soort triktrak of backgammon).