δεκάλιτρος
English (LSJ)
ον,
A weighing or worth ten λίτραι, στατήρ Epich.10, Arist.Fr.510: as Subst., δεκάλιτρον, τό, coin worth ten λίτραι, ὁ μισθὸς δ. Sophr.37, cf. Poll.9.81.
ον,
A weighing or worth ten λίτραι, στατήρ Epich.10, Arist.Fr.510: as Subst., δεκάλιτρον, τό, coin worth ten λίτραι, ὁ μισθὸς δ. Sophr.37, cf. Poll.9.81.