διαφανῶς

Revision as of 11:01, 28 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (Woodhouse)

(see also: διαφανής) clearly, manifestly

French (Bailly abrégé)

adv.
clairement, évidemment.
Étymologie: διαφανής.

Russian (Dvoretsky)

διαφᾰνῶς: явственно, ясно (σημαίνειν Xen.; χρημάτων ἀδωρότατος Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαφανῶς adv. van διαφανής.