ὁ, = τό ναῦλλον
ναῦλλον, τὸ, καὶ ναῦλλος, ὁ (Α)ναύλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ναῦλον / ναῦλος με διπλασιασμό του -λ- για μετρικούς λόγους (πρβλ. θάλλασσα, ισχυρροί)].