σταχυολογῶ

Revision as of 09:17, 7 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=σταχυολογῶ, σταχυολογέω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν<br />μαζεύω στάχια<br /><b>νεοελλ.</b><br /...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

σταχυολογῶ, σταχυολογέω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν
μαζεύω στάχια
νεοελλ.
επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -λογώ].