εὐήδονος

Revision as of 16:01, 17 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, attractive, ὀφθαλμός Heph.Astr. 1.1.

Greek Monolingual

εὐήδονος, -ον (ΑΜ)
αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαριτωμένος («κήπους ὡραίους καὶ εὐηδόνους κεκτήμενος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήδονος < ηδονή].