εὐήδονος
English (LSJ)
ον, attractive, ὀφθαλμός Heph.Astr. 1.1.
Greek Monolingual
εὐήδονος, -ον (ΑΜ)
αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαριτωμένος («κήπους ὡραίους καὶ εὐηδόνους κεκτήμενος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήδονος < ηδονή].
ον, attractive, ὀφθαλμός Heph.Astr. 1.1.
εὐήδονος, -ον (ΑΜ)
αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαριτωμένος («κήπους ὡραίους καὶ εὐηδόνους κεκτήμενος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήδονος < ηδονή].