-ές, Ααυτός που έχει το ίδιο κλίμα με άλλον, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος («μόλις γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῖς εἶεν τοῖς κατ' Ἀμισόν», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -κλινής (< κλίνω, πρβλ. και κλίμα)].