λειεντερία

Revision as of 18:30, 9 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, (λεῖος, ἔντερον) lientery, passing one's food undigested, Hp. Aër.10 (pl.), Aph.3.22 (pl.), Gal.7.327, al.

German (Pape)

[Seite 23] ἡ, dünner, flüssiger Stuhlgang, eigtl. die Glätte der Eingeweide, welche die Speisen unverdaut durchläßt, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

λειεντερία: ἡ, (λεῖος, ἔντερον) ἡ νόσος καθ’ ἣν διέρχεται ἡ τροφὴ τὰ ἔντερα ἄπεπτος, laevitas intestinorum (Κέλσος 2. 7, 8,) Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α λειεντερία)
μορφή διάρροιας κατά την οποία αποβάλλονται ημιάπεπτες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -εντερία (< -έντερος < ἔντερον)].