-ές (AM ἀρραγής [-οῦς], -ές)1. ο ακλόνητος, ο σταθερός2. ο πολύ στερεόςαρχ.1. αυτός που δεν έχει ρωγμές2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραγής < ερράγην, β' παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι].