-ον, ΜΑμτφ. μάταιος («κοῦφον καὶ ὑπόκενον», Φώτ.)μσν.λίγο κενός («ἵνα μὴ τὸ πλῆρες τοῦ ταμιείου γένηται ὑπόκενον», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κενός.