μελισσουργέω

Revision as of 12:44, 26 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Att. μελιττουργέω, to be a beekeeper, Arist.HA624a21 (prob.), Poll.1.254.

German (Pape)

[Seite 124] ein Bienenzüchter sein, Poll. 1, 254.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσουργέω: Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι μελισσουργός, Πολυδ. Α΄, 234· πρβλ. μελιτουργέω.