χειροποιέομαι
English (LSJ)
Med., perpetrate with one's own hand, αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται τάδε S.Tr.891.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
χειροποιέομαι: делать собственноручно (τι Soph.).
Med., perpetrate with one's own hand, αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται τάδε S.Tr.891.
χειροποιέομαι: делать собственноручно (τι Soph.).