πρῳράτης

Revision as of 09:13, 4 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,= πρῳρεύς, opp. πρυμνήτης, X.Ath.1.2, Poll.1.95: metaph., A π. στρατοῦ S.Fr.524.1.

Greek (Liddell-Scott)

πρῳράτης: [ᾱ], ὁ, πρῳρεύς, ἀντίθετ. τῷ πρυμνήτης, prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, Πολυδ. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pilote en second litt. « qui se tient à la proue ».
Étymologie: πρῴρα.

Greek Monotonic

πρῳράτης: [ᾱ], ὁ, = πρῳρεύς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πρῳράτης: ου (ᾱ) ὁ
1) помощник кормчего (находившийся на носу и командовавший гребцами) Xen.;
2) предводитель (στρατοῦ Soph.).

Middle Liddell

πρῳρά¯της, ου, ὁ, = πρῳρεύς, Xen.]