adv.exactement.Étymologie: σκεθρός.
σκεθρῶς:1) точно, ясно (προὐξεπίστασθαι Aesch.; ὁρᾶν Eur.);2) тщательно (διορίζειν Aesch.).
(see also: σκεθρός) clearly, plainly