διασιλλαίνω

Revision as of 11:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A mock, jeer at, c. acc., Luc.Lex.24; πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62.

German (Pape)

[Seite 601] verhöhnen, Luc. Lexiph. 24 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασιλλαίνω: χλευάζω, σκώπτω, Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, Πολυδ. Θ΄, 148.

French (Bailly abrégé)

impf. διεσίλλαινον;
se moquer de, railler, acc..
Étymologie: διά, σιλλαίνω.

Spanish (DGE)

1 mofarse, burlarse de τὰ τῶν ἄλλων Luc.Lex.24, αὐτόν Amel.Ep. en Porph.Plot.17, με Alciphr.3.26.1, πράγματα καὶ δόγματα Iambl.Protr.21, cf. Eun.VS 491.
2 estar disgustado Phot.δ 438.

Russian (Dvoretsky)

διασιλλαίνω: насмехаться, высмеивать (τὰ τῶν ἀλλήλων Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασιλλαίνω [διά, σιλλαίνω: bespotten] (de hele tijd) bespotten.