κατατρίζω

Revision as of 11:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

strengthened for τρίζω, Batr.88.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ τρίζω, περὶ τῶν μυῶν, Βατραχομυομ. 88.

French (Bailly abrégé)

pousser un petit cri aigu.
Étymologie: κατά, τρίζω.

Greek Monolingual

κατατρίζω (Α)
(επιτ. τ. του τρίζω) (για ποντίκια) εκφέρω συνεχή τριγμό.

Greek Monotonic

κατατρίζω: σκληρίζω ή τσιρίζω δυνατά, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

κατατρίζω: издавать писк, пищать Batr.

Middle Liddell


to squeak or scream loudly, Batr.