πρεσβήϊος

Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ.
1. σεβάσμιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρεσβήϊον
πρεσβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].

Russian (Dvoretsky)

πρεσβήϊος: высокий, священный (θεοῦ ὄμμα Anth.).