ἀνθρωπόμιμος

Revision as of 12:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A imitating men, Ps.Plu.Flun.14.3.

German (Pape)

[Seite 234] Menschen nachahmend, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπόμῑμος: -ον, ὁ μιμούμενος ἀνθρώπους, Ψευδο-Πλουτ. Περὶ ποταμ. 1157Α.

Spanish (DGE)

-ον
1 de forma humana λίθοι Thrasyll.Mend.2
que imita a los hombres πίθηκοι Ign.Eph.p.237.
2 adv. -ως como un hombre Ctesipho 4.

Greek Monolingual

ἀνθρωπομίμος, -ον (Α)
αυτός που μιμείται τον άνθρωπο, που έχει τη μορφή ανθρώπου.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπόμῑμος: подражающий людям, похожий на людей (λίθοι Plut.).