ἀριθμητικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
numériquement.
Étymologie: ἀριθμητικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀριθμητικῶς: численно, арифметически (ὁρίζειν τι Plut.).
adv.
numériquement.
Étymologie: ἀριθμητικός.
ἀριθμητικῶς: численно, арифметически (ὁρίζειν τι Plut.).