διαυθεντέω
English (LSJ)
A to be certainly informed, S.E.M.7.425.
German (Pape)
[Seite 609] zuverlässig behaupten, Sext. Emp. adv. math. 7, 425.
Greek (Liddell-Scott)
διαυθεντέω: βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.
2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne).
Spanish (DGE)
1 afirmar con autoridad, afirmar con certeza τὸ δ' εἰ ταῖς ἀληθείαις τοιοῦτόν ἐστι οἷον καὶ φαίνεται ... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν S.E.M.7.425.
2 c. gen. tener autoridad sobre γυναιξὶ οὐκ ἐπιτρέπω ... διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρός Chrys.M.60.698.
Russian (Dvoretsky)
διαυθεντέω: с уверенностью утверждать Sext.