διαβάλλω
English (LSJ)
fut. -βᾰλῶ: pf. -βέβληκα:—
A throw or carry over or across, νέας Hdt.5.33,34; in wrestling, Ar.Eq.262 codd. 2 more freq. intr., pass over, cross, ἐκ . . ἐς . . Hdt.9.114; φυγῇ πρὸς Ἄργος E.Supp.931; πρὸς τὴν ἤπειρον Th.2.83: c. acc. spatii, δ. πόρον A. Fr.69 (dub.); γεφύρας E.Rh.117; τὸν Ἰόνιον Th.6.30; τὸ πέλαγος εἰς Μεσσαπίους Demetr.Com.Vet.1. 3 put through, τῆς θύρας δάκτυλον D.L.1.118; τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ Arr.An.2.3.7 ( = Aristobul.Fr.4); κρίκων δι' ἀλλήλων διαβεβλημένων D.Chr.30.20; διαβληθέντων τῶν ἀγκώνων διὰ μέσων τῶν τόνων Hero Bel.101.12, cf. 108.6. II in Ar.Pax643 ἅττα διαβάλοι τις αὐτῷ, ταῦτ' ἂν ἥδιστ' ἤσθιεν, for παραβάλοι, whatever scraps they threw to him, with a play on signf. v. III set at variance, ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Pl.Smp.222c, 222d, cf. R.498c; δ. τινὰς ἀλλήλοις Arist.Pol.1313b16; set against, τινὰς πρὸς τὰ πάθη, πρὸς τὴν βρῶσιν, Plu.2.727d, 730f; bring into discredit, μή με διαβάλῃς στρατῷ S.Ph.582; δ. [τινὰ] τῇ πόλει Pl.R.566b:— Pass., to be at variance with, τινί Id.Phd.67e; to be filled with suspicion and resentment against another, Hdt.5.35, 6.64, Th.8.81, 83; οὐδὲν ὑπολείπεται ὅτῳ ἄν μοι δικαίως διαβεβλῇσθε And.2.24; πρός τινα Hdt. 8.22, Arist.Rh.1404b21, Plb.30.19.2; τοὺς -βεβλημένους πρὸς τὴν φιλοσοφίαν Isoc.15.175; to be brought into discredit, ἐς τοὺς ξυμμάχους Th.4.22; διαβεβλημένος discredited, Lys.7.27, 8.7. IV put off with evasions, δ. τινὰ μίαν (sc. ἡμέραν) ἐκ μιᾶς Sammelb.5343.41 (ii A. D.), cf. PFlor.36.23 (iv A. D.). V attack a man's character, calumniate, δ. τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα Hdt.5.96; Πελοποννησίους ἐς τοὺς Ἕλληνας Th.3.109; διέβαλλον τοὺς Ἴωνας ὡς δι' ἐκείνους ἀπολοίατο αἱ νέες Hdt.8.90; διαβαλὼν αὐτοὺς ὡς οὐδὲν ἀληθὲς ἐν νῷ ἔχουσι Th.5.45; accuse, complain of, without implied malice or falsehood, PTeb.23.4 (ii B. C.): c. dat. rei, reproach a man with .., τῇ ἀτυχίᾳ Antipho 2.4.4; δ. τινὰ εἴς or πρός τι, Luc.Demon. 50, Macr.14:—Pass., διεβλήθη ὡς Ev.Luc.16.1; ἐπὶ βίῳ μὴ σώφρονι διαβεβλημένος Hdn.2.6.6. 2 c. acc. rei, misrepresent, D.18.225, 28.1, etc.: speak or state slanderously, ὡς οὗτος διέβαλλεν Id.18.20, cf. ib.14; τοῦτό μου διαβάλλει ib.28: generally, give hostile information, without any insinuation of falsehood, Th.3.4. 3 δ. τι εἴς τινα lay the blame for a thing on... Procop.Arc.22.19. 4 disprove a scientific or philosophical doctrine, Gal.5.289:—Pass., Id.5.480, Plu.2.930b. 5 δ. ἔπος declare it spurious, Id.Thes. 34. VI deceive by false accounts, impose upon, mislead, τινά Hdt.3.1, 5.50, 8.110, E.Fr.435:—Med., Hdt.9.116, Ar.Av.1648 (ubi v. Sch.), Th.1214:—Pass., Hp.Nat.Puer.30, Pl.Phdr.255a, Plu.2.563d. VII divert from a course of action, πρὸς τὴν κακίαν τινάς ib.809f:—Pass., ψυχὴ -βέβληται πρὸς μάχην Arr.Epict.2.26.3. VIII Med., contract an obligation (?), Leg.Gort.9.26. IX διαβάλλεσθαι ἀστραγάλοις πρός τινα throw against him, Plu.2.148d, 272f.